υπερύψηλος

υπερύψηλος
η , ο [ος , ον ] очень высокий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υπερύψηλος" в других словарях:

  • υπερύψηλος — η, ο / ὑπερύψηλος, ον, ΝΜΑ [ὑψηλός] πανύψηλος μσν. αυτός που πετά ψηλά …   Dictionary of Greek

  • υπερύψηλος — η, ο ο υπερβολικά ψηλός, πανύψηλος: Υπερύψηλοι ουρανοξύστες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερύψηλον — ὑπερύψηλος exceeding high masc/fem acc sg ὑπερύψηλος exceeding high neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερυψήλου — ὑπερύψηλος exceeding high masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερυψήλους — ὑπερύψηλος exceeding high masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερυψήλων — ὑπερύψηλος exceeding high masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερυψήλῳ — ὑπερύψηλος exceeding high masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερύψηλα — ὑπερύψηλος exceeding high neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερύψηλοι — ὑπερύψηλος exceeding high masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»